ἀκανθοστεφής

ἀκανθοστεφής
ἀκανθο-στεφής, ές, of a fish,
A prickle-backed, Arist.Fr.295.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακανθοστεφής — ές (Α ἀκανθοστεφής) στεφανωμένος με αγκάθια, αυτός που φοράει ακάνθινο στέφανο αρχ. (ψάρι) με αγκάθια στη ράχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + στεφὴς < στέφος «στεφάνι, στέμμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀκανθοστεφῆ — ἀκανθοστεφής prickle backed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκανθοστεφής prickle backed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκανθοστεφής prickle backed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”